σαργάνη

σαργάνη
σαργάνη
Grammatical information: f.
Meaning: `plaited basket' (since IVa).
Derivatives: σαργαν-ίς f. (Cratin. [coni.]), -ιον, -ίδιον n. (pap.) `id.'. Besides ταργάναι πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι H. with τεταργανωμένη = συμπεπλεγ-μένη, συνειλημμένη (H. EM); hyperatticistic? (cf. Schwyzer 319).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Instrument name without etymology, perh. LW [loanword] (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 23f.); formation as πλεκτάνη, ὁρκάνη etc. The traditional connection with σορός (s. v.) a. cogn. (Kögel PBBeitr. 7, 191) leaves the -γ- unexplained. Cf. also on τάρπη. -- The variation is Pre-Greek (s. Furnée 124 s.v. ταργάναι) and points to *tyarg-an-.
Page in Frisk: 2,677

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαργάνη — plait fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάνῃ — σαργάνη plait fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • σαργάναι — σαργάνη plait fem nom/voc pl σαργάνᾱͅ , σαργάνη plait fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάναις — σαργάνη plait fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάναισι — σαργάνη plait fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάνην — σαργάνη plait fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάνης — σαργάνη plait fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργανίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • σαργανίς — ίδος, ἡ, Α σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σαργάνας — σαργάνᾱς , σαργάνη plait fem acc pl σαργάνᾱς , σαργάνη plait fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”